λαογραφικό μουσείο
Το μουσείο αυτό ,με πρωτοβουλία του Κέππα Γεωργίου , προέδρου του ΜΟΛΟΒ, το 1985 άρχισε να συγκεντρώνει τα εκθέματά του στην αίθουσα του παλιού Νηπιαγωγείου (στο ηρώον) όπου από την ίδρυσή του στεγαζόταν. Με την ανακαίνιση του παλιού σχολείου το 2020 εμπλουτίσθηκε και μεταφέρθηκε στον χώρο αυτόν.
Την αρχιτεκτονική μελέτη του χώρου επιμελήθηκε το τεχνικό γραφείο ΤΕΧΝΗΜΩΝ(Τερζάκης Σταύρος) ενώ ο Προυσανίδης Νόντας με τον Ρίμπα Διαμαντή διεκπεραίωσαν τις οικοδομικές εργασίες για την προετοιμασία του χώρου. Εργάσθηκαν για την μεταφορά και την διευθέτηση των εκθεμάτων ο πρόεδρος του Συλλόγου Γκένιος Ανδρέας και ο Σιάμης Πασχάλης .Ο Κέππας Γεώργιος και ο Γκένιος Ανδρέας επιμελήθηκαν την γλωσσική επιμέλεια των εκθεμάτων ενώ ο Κιοσσές Δημήτριος έδωσε λύσεις στην ενδυματολογική υποστήριξή τους .Την μετάφραση των κειμένων έκανε η Αβράμη Αντωνία ,ενώ στήριξε οικονομικά τις εκτυπώσεις των κειμένων ο Φάνης Μπαμπούλας .
Πάνω από όλα όμως ,το Μουσείο αυτό, χρωστάει την ύπαρξή του στους κατοίκους του χωριού που χάρισαν αφιλοκερδώς λαογραφικά κειμήλια ,υποστήριξαν οικονομικά τις προσπάθειες του Συλλόγου και κατέθεσαν προσωπική εθελοντική εργασία .Κι έτσι αποθηκεύτηκε στο μουσείο αυτό η συλλογική μνήμη του χωριού για να επιτρέψει στις μελλοντικές γενιές να γνωρίζουν την ιστορία των προγόνων τους.
Το Μουσείο στεγάζεται σε δυο αίθουσες του παλιού σχολείου και εγκαινιάσθηκε από την πρόεδρο της δημοκρατίας Κα Σακελλαροπούλου στις 29 Ιουνίου 2021.Περιλαμβάνει τις παρακάτω θεματικές ενότητες:
1.Παραδοσιακές ενδυμασίες Βαμβακοφύτου
2.Επεξεργασία μαλλιού
3.Σκεύη σπιτιού –φούρνος
4.Παιδικά παιχνίδια
5.Γεωργικά εργαλεία-όργωμα
6.Θέρος-αλώνι
7.Μπαμπούγερα
Το Μουσείο κατόπιν επικοινωνίας με τα μέλη του ΜΟΛΟΒ μπορούν να επισκεφθούν μεμονωμένοι ή ομάδες επισκεπτών καθώς επίσης και μαθητές σχολείων με τους δασκάλους τους , για να γνωρίσουν την παράδοση και την λαογραφία του Βαμβακοφύτου.
1.παραδοσιακές ενδυμασίες
Τα ρούχα αυτά τα φορούσαν οι κάτοικοι του χωριού πριν τον πόλεμο.Μετά τον πόλεμο σταδιακά άρχισαν να προμηθεύονται υφάσματα από το εμπόριο και έτσι οι παραδοσιακές στολές αντικαταστάθηκαν από την σύγχρονη ένδυση.Οι γεροντότεροι βέβαια φορούσαν τα υφαντά και στην δεκαετία του ’60 ενώ τα τσεμπέρια συνέχιζαν να σκεπάζουν τα κεφάλια των ηλικιωμένων γυναικών μέχρι και την δεκαετία του ΄80.
Γυναικών-καπαμάδες
Ήταν η κύρια ενδυμασία των γυναικών του χωριού.Όταν μια κοπέλα αρραβωνιάζονταν ,ο γαμπρός της πήγαινε την φορεσιά την οποία θα φορούσε από εδώ και στο εξής κάθε Κυριακή ως παντρεμένη. Πριν τον πόλεμο ήταν και η νυφική στολή.
1.Κουσχιούλα(άσπρο υφαντό)
2.Καπαμάς υφαντό
3.Πάζοβα(άσπρο υφαντό που κάλυπτε το στήθος ) όπου κρεμούσαν και τις χρυσές λίρες και κωσταντινάτα
4.ζώνη
5.ποδιά κεντημένη
6.τσεμπέρι (μεταξωτό μαντήλι σε διάφορα χρώματα)
7.γιλέκο
8.Πλεκτές στο χέρι κάλτσες
9.παπούτσια μαύρα(πριν τον πόλεμο φορούσαν κισελέτα(από δέρμα και σόλα από λάστιχα αυτοκινήτων)
Καλοκαιρινή εργασίας
1.κουσιούλα άσπρη (υφαντή)
2.φούστα κίτρινη (υφαντή)
3.ποδιά πρόχειρη
4.Μπουραλάγκα (αγορασμένο ύφασμα ,αντί για τσεμπέρι με το οποίο δέναν τις μακριές πλεξούδες για να μην δυσκολεύονται στην εργασία
το καλοκαίρι οι γυναίκες και τα κορίτσια ήταν ξυπόλυτα
ΑΝΤΡΩΝ
1.γιλέκο (υφαντό)
2.πουκαμίσα (υφαντή)
3.παντελόνι (υφαντό),με ζώνη ή κορδόνι για το σφίξιμο
4.μανίκια πλεχτά
5.καπέλο αγοραστό με καρφιτσωμένο λουλούδι στα πλάγια
6.παπούτσια μαύρα
7.πετσέτα (υφαντή) κρεμασμένη στο παντελόνι για να σκουπίζονται
8.κομπολόι (μπουρνίτς) κρεμασμένο στο γιλέκο
Οι άντρες φορούσαν τα ρούχα αυτά στην εκκλησία ,στους γάμους και τους χορούς
Καλοκαιρινή εργασίας
1.φανέλα εσωτερικά (υφαντή με 2 σαϊτιές μαλί και 3 βαμβάκι)
2.κουσιούλα άσπρη (υφαντή)
3.βράκες άσπρες (γκάσκια ) (υφαντές)
4.γιλέκο
5.κάλτσες μαύρες (μάλλινες πλεχτές)
6.τσαρούχια (τσαρούλα) ,από γουρουνίσιο δέρμα
7.τσεβρές άσπρος στο κεφάλι (το χάριζαν οι νύφες στους άντρες τους στην γιορτή της ανάληψης
2.επεξεργασία μαλλιού-αργαλειός
Το καλοκαίρι κούρευαν τα πρόβατα αφενός για να μη ζεσταίνονται και αφ’ εταίρου για να συγκεντρώσουν το απαραίτητο μαλλί και να καλύψουν τις ενδυματολογικές τους ανάγκες.
Τον Απρίλη που άνοιγε ο καιρός πήγαιναν στην βρύση του Αϊ- Νικόλα έπλεναν τα μαλλιά ,στη συνέχεια τα έβρεχαν με το απορρυπαντικό της εποχής ,τα περιττώματα ζώων και στη συνέχεια τα κοπανούσαν με τους κόπανους ,τα άπλωναν στον ήλιο ,μέχρι να καθαρίσουν.
Στη συνέχεια ακολουθούσε το λανάρισμα. Σ’ όλα τα σπίτια υπήρχαν λανάρια. (νταράκ). Έβαζαν τα μαλλιά πάνω στη λανάρα και τραβώντας πολλές φορές την πάνω λανάρα με τη χειρολαβή προς το μέρος τους λανάριζαν τα μαλλιά.
Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν το γνέσιμο. Τοποθετούσαν το μαλλί στη ρόκα και τραβώντας με τα δάκτυλά τους λίγο – λίγο από το κάτω μέρος το έστριβαν με το αδράχτι και το σφοντύλι και το έκαναν νήμα, που το τύλιγαν στο αδράχτι .
Όταν το αδράχτι γέμιζε και βάραινε, το νήμα έπρεπε να περάσει στο τυλιγάδι.
Γέμιζαν τα τυλιγάδια και στη συνέχεια με επιδέξιες τεχνικές το περνούσαν στην ανέμη.
Ακολούθως το νήμα από την ανέμη μεταφερότανε στο ροδάνι. Το ροδάνι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό. Αν ήταν λεπτή κλωστή, την τύλιγαν σε μασούρι, δηλαδή σε λεπτό καλάμι, μικρό για να χωράει στη σαΐτα.
Το κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του όπου οι γυναίκες του χωριού στην διάρκεια του χειμώνα ,πριν βγουν στα χωράφια την άνοιξη ,ύφαιναν για να ράψουν στη συνέχεια εσώρουχα , παντελόνια (τσχιτβίρνο),σεντόνια ,κουβέρτες (Τζκιάυλτσκι ,σχιάρανι).
3.σκεύη σπιτιού- φούρνος
Τα παραδοσιακά σπίτια του Βαμβακοφύτου ήταν διώροφα πετρόκτιστα μέχρι το ισόγειο (χαγιάτι) το οποίο συνήθως χρησίμευε σαν αποθήκη ή στάβλος .Στον όροφο όπου οδηγούσε ξύλινη σκάλα υπήρχε ημιυπαίθριος χώρος με ξύλινο πάτωμα και 3 ή 4 δώματα όπου ζούσε η οικογένεια .Σε ένα απ’ αυτά ,το καθιστικό υπήρχε και το τζάκι όπου μαγείρευαν και έτρωγαν καθισμένοι σε σκαμνάκια γύρω από τον σοφρά.
Στην αυλή κάθε σπιτιού υπήρχε ο ξυλόφουρνος τον οποίο έχτιζε με τούβλα και κόκκινη λάσπη από το κεραμιδαριό ο νοικοκύρης. Σπίτι χωρίς φούρνο δεν υπήρχε κι αυτό γιατί ψωμί έτοιμο δεν πουλιόταν τότε. Αν κάποια οικογένεια τύχαινε να μην διαθέτει φούρνο, τότε ζύμωνε λίγα ψωμιά και τα φούρνιζε στη γειτόνισσα. Αρτοποιός της οικογένειας ήταν η ίδια η μάνα. Οι νοικοκυρές συνήθως χρησιμοποιούσαν μεγάλη ξύλινη σκάφη (κουπάνα) , γιατί ζύμωναν πολλά καρβέλια (7-10, από 3 οκάδες και πάνω το καθένα).Μ’ αυτά θα πέρναγαν πολλές μέρες, γιατί το ζύμωμα και το άναμμα του φούρνου ήταν μια πολύ κουραστική υπόθεση. Μόλις η νοικοκυρά τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά, τα έβαζε πάνω σε τάβλες ή στις πινακωτές και τα σκέπαζε για να φουσκώσουν με τη ζεστασιά, οπότε και θα ήταν έτοιμα για το φούρνισμα.
Μετά άναβε το φούρνο. Έριχνε ξερά πουρνάρια και ξερόκλαδα που ο νοικοκύρης είχε φροντίσει να μαζέψει στην διάρκεια του καλοκαιριού.
Τα κλαριά τα έσπρωχνε με το φουρνόξυλο και τα άπλωνε σε όλα τα μέρη του φούρνου για να είναι ομοιόμορφο το κάψιμο. Όταν ο φούρνος ήταν έτοιμος, τότε τραβούσε προς τα έξω πάλι με το φουρνόξυλο όλα τα κάρβουνα και τα μάζευε προς το εξωτερικό της πόρτας του φούρνου. Μετά με την πανιάρα (ένα κοντάρι, πάνω στο οποίο είχε δεμένο ένα βρεγμένο χοντρό πανί) σκούπιζε καλά το δάπεδο του φούρνου, για να είναι καθαρό.
Τότε ερχόταν η σειρά του μεγάλου ξύλινου φτυαριού. Έβαζε πάνω στο φτυάρι το κάθε καρβέλι, και το φούρνιζε..
Τα παιδιά με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος του φουρνίσματος όταν η μαμά θα τους έκανε μια φέτα ζυμωτό ψωμί με λάδι ρίγανη ή πιπέρι πριν τοποθετήσει τα καρβέλια στην πινακωτή.
4.παιδικά παιχνίδια
Τα παιχνίδια των παιδιών ήταν αυτοσχέδια .Με καλάμια, ξύλα ,σύρματα , κατασκεύαζαν τα αυτοκινητάκια τους (αραμπίγκες) ,με ξύλα και λάστιχα τις σφεντόνες ,με ξύλο , καρφί και σπάγκο (νίτα) τις σβούρες.Τα μικρότερα παιδιά έδεναν με ένα σπάγκο καρπουζόφλουδες και τις περιέφεραν στους δρόμους.
Τα καλοκαίρια μαζεύονταν τα αγόρια στα στενά σκιερά σοκάκια και έπαιζαν μπίλιες ,πενταλιούρκες (καπάκια από αναψυκτικά), τσέρκι από βαρέλια (ντζιτζσκες), νταρζάλο (με ένα καρφί σχεδίαζαν ένα κύκλο και καρφώνοντας το επιδέξια στο χώρο του άλλου μεγάλωναν το κλάσμα τους), τσιλίκ τσουμάκ (με μια βέργα πετούσαν μακριά το τσιλίκ), σβούρες, κοκκάλια ,ψήθηκε η πίτα, μακριά γαϊδάρα , γουρούνες(μπίσκες-παραλλαγή του αμερικάνικου χόκεϋ προσπαθούσαν να βάλουν μικρά τενεκεδάκια στην κεντρική τρύπα), τζαμί κ.α .
Τα κορίτσια έπαιζαν κότσια,πετραδάκια (παιχνίδι δεξιοτεχνίας ρίχνοντας και πιάνοντας στο χέρι μικρά πετραδάκια) ,κουτσό ,σχοινάκι , τζιμ τζιμ μέλισσα ,ένα λεπτό κρεμμύδι ,κ.α.Πολλά αγόρια από πολύ μικρά αναλάμβαναν να βοσκήσουν τα κατσίκια ,τα πρόβατα και τα γελάδια τους .Εκεί στους λόφους έπαιζαν κατ κουτ (πέταμα της βέργας με διαδοχικά χτυπήματα στο έδαφος ) ή γκαργκαλιέσκες ( παιχνίδια με πιόνια τα περιττώματα των κατσικιών και προβάτων) .
Το σούρουπο μαζεύονταν στους μαχαλάδες τους και έπαιζαν κόκαλο και τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά λαγούς (ζάιτσατα- διασκευή του γνωστού παιχνιδιού « κλέφτες και αστυνόμοι»).
5.γεωργικά εργαλεία-όργωμα
Το κάθε σπίτι είχε τον γάιδαρό του για να μεταφέρει σακιά, δεμάτια, ξύλα ,πουρνάρια ,πέτρες κ.τ.λ.Παλιότερα μετέφεραν και κορμούς ελάτων από τον Λαϊλιά που με την κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούσαν σαν δοκάρια για να στηρίξουν τα πατώματα των σπιτιών που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. .Για να σέρνουν το κάρο και να οργώνουν τα χωράφια τους στον κάμπο αλλά και στις πλαγιές του βουνού τα περισσότερα σπίτια είχαν και ένα ζευγάρι βόδια .
Τα πρώτα άροτρα ήταν ξύλινα που γρήγορα αντικαταστάθηκαν από μεταλλικά .Αργότερα στα καροποιία της περιοχής κατασκευάζονται πιο εξελιγμένα και σταθερά κάρα και αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα μουλάρια και κάποιοι άλογα για τις μεταφορές τους και τα οργώματα. Οι φτωχότεροι μέχρι και την δεκαετία του ΄80 χρησιμοποιούσαν για τις γεωργικές εργασίες τους γαϊδάρους που έσερναν δίτροχα κάρα .
Η καλλιέργεια του καπνού εδραιώθηκε στο χωριό την δεκαετία του ΄60 ενώ και πριν τον πόλεμο καλλιεργούσαν βαμβάκι και καλαμπόκια ακόμα και στις πλαγιές του βουνού. Το ξηρό κλίμα και οι αμμουδερές πλαγιές ανατολικά και δυτικά του χωριού ευνοούσαν την καλλιέργεια αμπελιών τα οποία στην δεκαετία του ΄60 ξεριζώθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σαν καπνοχώραφα.
6.θέρος -αλώνι
Τον Οκτώβριο με τα βόδια ή τα μουλάρια οι γεωργοί όργωναν τα χωράφια τους.Τον Νοέμβρη τον μήνα της σποράς έσπερναν το σιτάρι και το κριθάρι.Την άνοιξη με τις βροχές τα σιτάρια μεγάλωναν , έδεναν στάχυ και τον Ιούνιο , με τις ζέστες ξεκινούσε ο θερισμός .Με τα δρεπάνια κάτω από τον πυρωμένο ήλιο έκοβαν τα στάχυα, τα έκαναν δεμάτια και τα συγκέντρωναν στις θημωνιές στην άκρη του χωραφιού (στάβες). Στη συνέχεια με τους γαϊδάρους τα μετέφεραν στο αλώνι με τα χαράρια .Το αλώνι γινόταν τον Ιούλιο (Αλωνάρης)
Τα αλώνια βρισκόντουσαν στο κάτω και δυτικό μέρος του χωριού όπου φυσούσαν άνεμοι(δίπλα ήταν και οι αχυρώνες όπου αποθήκευαν το άχυρο για τα ζώα) . Ήταν κυκλικά και χωμάτινα. Πριν το αλώνι τα επισκεύαζαν, αν χρειαζόταν, και τα καθάριζαν από τα χόρτα και τη σκόνη.
Τα στάχυα των δεμάτων απλώνονταν σ’ όλο σχεδόν το πλάτος του αλωνιού . Μετά ζεύανε στα μουλάρια ή στα βόδια την δοκάνη(ντεκάνα). Η δοκάνη ήταν ένα πλατύ ξύλο, που στο κάτω μέρος είχε κοφτερές πέτρες. Πάνω στην δοκάνη στεκόταν ένας άνθρωπος για να δίνει βάρος. Καθώς γύριζαν τα ζώα, η δοκάνη έκοβε στα στάχυα και έβγαινε το σιτάρι.
Επειδή όμως ήταν ανακατεμένο με άχυρα, για να το ξεχωρίσουν έπρεπε να το λιχνίσουν. Προϋπόθεση για να γίνει το λίχνισμα ήταν να φυσάει. Γι αυτό φρόντιζαν τα αλώνια να είναι σε ύψωμα ή σε μέρος που έπιανε αέρας. Γέμιζαν έναν κουβά με σιτάρι και άχυρα και τον άδειαζαν από ψηλά πάνω σε ένα χαλί. Τα άχυρα, που ήταν ελαφρότερα από το σιτάρι, τα έπαιρνε ο αέρας και το σιτάρι έπεφτε κάτω. Τέλος το κοσκίνιζαν με ένα κόσκινο, το δερμόνι.
Το σιτάρι το έβαζαν σε τσουβάλια, το φόρτωναν στα μουλάρια και το μετέφεραν στην αποθήκη και στη συνέχεια στο μύλο για να το κάνουν αλεύρι. Ένα μέρος από τη σοδειά το κρατούσαν για σπόρο. Το άχυρο το αποθήκευαν στους στάβλους για τον χειμώνα , τροφή για τα ζώα.
Στην δεκαετία του ΄60 έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες αλωνιστικές μηχανές.(πατόζες) Οι χωριανοί μετέφεραν τα δεμάτια τους στον χώρο όπου στάθμευε η πατόζα (στον χώρο του σχολείου πριν χτιστεί και αργότερα στο σημερινό γήπεδο) και μετά από μηχανική επεξεργασία έπαιρναν σε σακιά το πολύτιμο σιτάρι. Η τεχνολογία άρχισε να μπαίνει στην ζωή των Βαμβακοφυτιανών.
7.μπαμπούγερα
Tην Κυριακή της Αποκριάς οι μπαμπούγεροι μεταμφιέζονται σε ένα παλιό σπίτι ή σε μια αποθήκη.Βγαίνουν αρχικά οι ταπουζάρηδες με τις ζωόμορφες μάσκες ,τυλιγμένοι με δέρματα με άγριες διαθέσεις και στη συνέχεια η πομπή ξεχύνεται στα σοκάκια του χωριού μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από τους ήχους των κουδουνιών ,τα πειράγματα των ταπουζάρηδων ενώ ο γκαϊνταντζής που αργότερα αντικαταστάθηκε από τους ζουρνατζήδες παίζει τον σκοπό «μπαμπούγερτσκα» Η μετακινούμενη αυτή παράσταση με κυρίαρχες φιγούρες την γιαγιά και τον παππού ,τον γαμπρό και την νύφη, τον γύφτο και τη αρκούδα, τον σκουπιδιάρη, τον φωτογράφο, τον αστυνομικό ,την νοσοκόμα τη τσιγγάνα ,τον αυγουλά , τον γανωτή και άλλες μορφές από το μακρινό παρελθόν διασχίζει όλο το χωριό παίζοντας και αλληλεπιδρώντας με τους θεατές , κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της ομάδας περιφρούρησης ,των ταπουζάρηδων, οι οποίοι με το τοπούς τους και την αγριότητά τους προστατεύουν την νύφη από τους επίδοξους απαγωγείς και την πομπή από τα πειράγματα των θεατών.
Όλη αυτή η τεράστια πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού όπου συνεχίζονται τα δρώμενα γύρω από ένα αυτοσχέδιο τσαντίρι που στήνεται στο μέσον της .Κάτω από τους ήχους των ζουρνάδων γίνεται η αποκάλυψη των μπαμπούγερων που αποκαμωμένοι αποχωρούν για να τηγανίσουν τα αυγά που συγκέντρωσαν και να ξεγελάσουν την πείνα τους καταβροχθίζοντας την μεγαλοπρεπή ομελέτα.
Τα μπαμπούγερα του Βαμβακοφύτου αποτελούν πλέον ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα παραδοσιακά καρναβάλια της Ελλάδας και των Βαλκανίων.Οι ζωόμορφες μάσκες των ταπουζάρηδων, ο ήχος των κουδουνοφόρων που ξυπνούν την φύση από τον χειμωνιάτικο λήθαργο ,η πομπή με τα δρώμενα και την αλληλεπίδραση με τους θεατές αποδίδουν συμπυκνωμένη την ιστορική διαδρομή του τόπου από την λατρεία του Διόνυσου μέχρι και σήμερα.
-
Βαμβακόφυτο Σερρών ΤΚ 62300 - facebook.com/molov.vambakofito
- molov43m@gmail.com
- αρχική